-
1 εδρα
эп.-ион. ἕδρη ἥ1) седалище, сиденье, кресло, стул или скамья(ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.)
2) почетное место3) престол(ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.)
4) ( у лошади) седловина(τοῦ ἵππου Xen.)
5) место, область(τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
; в описанияхΠαρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός6) местопребывание, жилище, обитель(Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕ. Eur.)
ἕδραι σκότιοι Eur. — царство теней7) святилище, алтарь(ἕδραι θεῶν Aesch.)
8) пристанище, убежищеναύλοχοι ἕδραι Soph. — стоянка кораблей, пристань
9) русло10) оправа, обод(ἴτυος Eur.)
11) основание, низ(ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.)
12) задняя часть тела(κατὰ τέν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἥ κέρκος ἐστὴ φυλακέ τῆς ἕδρας Arst.)
13) собрание, совещание, совет(ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὴ ἕ. Hom.)
εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. — тотчас же после собрания14) сидение без дела, бездействиеπεριημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. — он тяготился бездействием;
οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. — не время медлить;οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. — нельзя сидеть сложа руки -
2 ἕδρα
1 seat, chair, stool, bench, Il.19.77, Od.3.7;ἀγοραί τε καὶ ἕδραι 8.16
, cf. 3.31; seat of honour,περὶ μέν σε τίον.. ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il.8.162
, 12.311;ἕδραις γεραίρειν τινά X.Cyr.8.1.39
;τιμίαν ἕ. ἔχειν A.Eu. 855
; throne,ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Id.Pr. 203
; θακεῖν παγκρατεῖς ἕ. to sit on an almighty throne, ib. 391, cf. Pers. 466.2 seat, abode, freq. in pl., Pi.O.7.76, P.11.63, etc.; esp. of the gods, sanctuary, temple, Id.I.7(6).44, A.Ag. 596, etc.; also νέοικος ἕ. station for ships, Pi.O.5.8;ναύλοχοι ἕδραι S.Aj. 460
: periphr.,ἕδραισι Θεράπνας Pi.P.11.63
;Παρνησοῦ ἕδραι A.Eu.11
, cf. E.Tr. 557 (lyr.); βλεφάρων ἕ. the eye, Id.Rh. 8 (anap.); ὄμματος ἕ. ib. 554 (lyr.).3 seat or place of anything, ἐξ ἕδρας out of its right place, Id.Ba. 928, cf. Plu.Fab.3;καταναγκάσαι ἐς ἕδρην Hp.Mochl.38
;ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἕ. Hdt.7.37
; τὴν τοῦ ἥπατος ἕ., σπλάγχνου, etc., Pl.Ti. 67b, 72c, etc.; ἐκ τῆς ἕ. ὠθεῖν ib. 79b; ἔχειν ἕδραν to keep its place, Arist.Mete. 356a4;μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61
; ἕδραν στρέφειν to wriggle, Thphr.Char.27.14;στοὰν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἕ. ἐπαναγαγεῖν D.C.57.21
; base, Plu.Demetr.21: metaph. in Rhet., D.H.Dem.31, etc.; of a plant, Gp.5.9.9.4 ἡ ἕ. τοῦ ἵππου the back of the horse, on which the rider sits, X.Eq.5.5, 12.9, Eq. Mag.4.1.2 sitting still, Hp.Aër.20: hence, inactivity, delay,περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Hdt.9.41
;ἀχθομένων τῇ ἕ. Th.5.7
;οὐχ ἕδρας ἀκμή S.Aj. 811
;οὐχ ἕδρας ἀγών E.Or. 1291
;οὐχ ἕδρας ἔργον B.Fr.11
; also οἰκίης ἕδρῃ sitting at home, Herod.4.92.3 position, γονυπετεῖς ἕδραι kneeling, E.Ph. 293 (lyr.); βέλεος ἕδρη place occupied by a weapon which fixes itself in the skull, Hp.VC7.4 sitting, session of a council, etc., εὐθὺς ἐξ ἕδρας when he rose from the sitting, S.Aj. 780 (but ἐξ ἕδρας ἀνίσταται ib. 788, means from quietude); ἕδραν ποιεῖν to hold a sitting, And.1.111, cf.IG12.110.41.III seat, breech, fundament, Hdt.2.87, Hp. Aph.5.22, Ar.Th. 133, etc.; of birds and animals, rump, Arist.HA 633b8, Simon Eq.9, etc.IV Geom., face of a regular solid, Theol.Ar.37. -
3 γοργ-ωπός
-
4 γοργωπος
21) со страшным взглядом(κόραι Eur.)
2) грозный(ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.)
См. также в других словарях:
στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek